- φερωνύμως
- ΜΑεπίρρ. βλ. φερώνυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερωνύμως — φερώνυμος bearing the name of adverbial φερώνυμος bearing the name of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… … Dictionary of Greek
ԱՆՈՒՆԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0221 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԱՆՈՒԱՆԱԴՐՈՒԹԻՒՆ. Ուստի ԱՆՈՒՆԱԴՐՈՒԹԵԱՄԲ. φερωνύμως Որպէս բերանունապէս՝ ըստ քերականաց՝ յիրէ անտի եւ ʼի գործոյն առնլով զանուն. արդեամբք ստուգաբանեալ. *Յիսուս կոչեցաւ անունդրութեամբ վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԵՐԱՆՈՒՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 483 Chronological Sequence: 6c, 13c մ. φερωνύμως nomine rei vel respondente, vel congruo Որպէս բերանուն. ըստ յարմարութեան գործոյն. անուամբ որ տիրապէս պատշաճի արդեանց. *Որ զամենայնն տնօրինէ (Աստուած) ... բերանունապէս պարապե՛տ եղեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)